- πυρολαμπίς
- και, κατά τον Φώτ., πυριλαμπίς, -ίδος, ἡ, Ααυτή που εκπέμπει λάμψη φωτιάς, η πυγολαμπίδα («ἐκ... μεγάλων καμπῶν... γίνονται πυρολαμπίδες», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -λαμπίς (< λάμπω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυριλαμπίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πυρολαμπίς … Dictionary of Greek